Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἰχθύων γένος

См. также в других словарях:

  • λινοφρύνη — (Linophryne). Γένος ακανθοπτερυγίων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας των κερατιιδών. Πρόκειται για μικρά ψάρια της αβύσσου, με πεπιεσμένο σώμα, μικρά μάτια, σχεδόν κατακόρυφο στόμα και μεγάλα και μυτερά δόντια. Φέρουν μερικές σκληρές άκανθες στο …   Dictionary of Greek

  • πωμάκεντρος — (pomacentrus). Γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων της οικογένειας των πωμακεντριδών, που ζουν στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό κοντά σε κοραλλιογενή νησιά. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο π. ο στικτός. Έχει μήκος έως… …   Dictionary of Greek

  • ζύγαινα — (zygaena). Ψάρι της οικογένειας των καρχαρινιδών, της τάξης των πλευροτρημάτων, με χαρακτηριστικό κεφάλι σε σχήμα Τ. Τα μάτια του βρίσκονται στα άκρα των δύο λοβών του κεφαλιού. Το στόμα, μεγάλο και τοξοειδές, φέρει ισχυρά μυτερά δόντια σε 3 ή 5… …   Dictionary of Greek

  • έλωψ — ο 1. γένος τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας τών ελοπιδών 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών ελοπιδών …   Dictionary of Greek

  • θύμαλλος — (Τhymallus). Γένος ψαριών της οικογένειας των σαλμονιδών. Τα είδη του είναι ο θ. ο κοινός και ο θ. ο αρκτικός. Ο θ. ο κοινός είναι ψάρι με μεταλλικό μπλε και ασημί χρώμα, διογκωμένη ράχη και πολύ ανεπτυγμένο πτερύγιο, το οποίο διαχωρίζεται με… …   Dictionary of Greek

  • κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… …   Dictionary of Greek

  • λαβαιός — (Labeo). Γένος ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία κυπρίνοι. Είναι ψάρια μέτριου ή μικρού μεγέθους, με χοντρό και σαρκώδες ρύγχος, το οποίο εξέχει σχηματίζοντας χείλη με τρεις …   Dictionary of Greek

  • μικρόπτερος — (micropterus). Γένος ψαριών της οικογένειας των κεντραρχιδών, που περιλαμβάνει ψάρια με μικρό σχετικά μέγεθος. Το σώμα τους είναι αρκετά ψηλό, πλατύ στις άκρες και σκεπασμένο με πολύ λεπτά λέπια. Από τα δύο είδη του γένους γνωστότερο είναι ο μ. ο …   Dictionary of Greek

  • μύραινα — (muraena). Γένος ψαριών που ζουν στις θερμές θάλασσες. Τα ψάρια αυτά, που ανήκουν στην τάξη των απόδων, δεν έχουν στηθικό πτερύγιο και το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια. Είναι τα πιο επικίνδυνα από τα ψάρια της τάξης αυτής, αν τα προκαλέσει… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • νωτάκανθος — (noacanthus). Γένος οστεοϊχθύων που περιλαμβάνει ψάρια τα οποία ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες του κόσμου. Το σχήμα του σώματός τους είναι στενόμακρο και η ουρά τους αιχμηρή. Αντί για πτερύγια, έχουν στη μέση της ράχης τους 6 7 τριγωνικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»